προσβάλλω

προσβάλλω
ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω]
κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα»)
2. προκαλώ αλλοίωση, αποσυνθέτω («τα τρόφιμα είχαν προσβληθεί από μικροοργανισμούς και προκάλεσαν δηλητηριάσεις)
3. φέρομαι υβριστικά, θίγω («δεν ήθελα να σέ προσβάλω με αυτό που είπα»)
4. αμφισβητώ το κύρος, την εγκυρότητα, δεν παραδέχομαι («θα προσβάλω τη διαθήκη»)
αρχ.
1. ρίχνω προς («ποτὶ σκῆπτρον βάλε γαίῃ», Ομ. Ιλ.)
2. παρακινώ εναντίον κάποιου παρορμῷ («οὐ τοὺς καταράτους τούτους ὥσπερ θηρία μοι προσβαλλόντων», Δημοσθ.)
3. επιθέτω (α. «χρὴ μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα τρώμαν ἕλκεος ἀμφιπολεῑν», Πίνδ.
β. «κέρασι χρυσᾱ στόμια προσβεβλημένοις», Αισχύλ.)
4. (για τον ήλιο, για οσμές κ.λπ.), πλήττω, χτυπώ (α. «ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.
β. «ὀδμὴ προσβάλλει τὰς ῥῑνας», Αιλ.)
5. εκπέμπω, βγάζω (α. «προσβάλλει γὰρ ἀτμὸν θειώδη καὶ βαρύν», Διόδ.
β. «γευσαμένῳ ὅμοιόν τι μήλῳ προσβάλλει», Διοσκ.)
6. μτφ. αποπνέω, μυρίζω («προσβάλλει Στωϊκῆς ταλαιπωρίας», Φιλόδ.)
7. ρίχνω, πετώ
8. προσθέτω κάποιο συστατικό
9. μαθημ. σύρω ευθεία γραμμή για να ενώσω
10. εισέρχομαι σε λιμάνι, προσορμίζομαι («προσβαλούσης τής νεὼς πρὸς ὁλκάδα», Πλάτ.)
11. έρχομαι, επέρχομαι
12. προσεγγίζω, πλησιάζω
13. παραχωρώ κάτι σε κάποιον («οὐδὲ κέρδος ἡμῑν προσβάλλουσι», Ηρόδ.)
14. προξενώ («οὐ κακὸν τοσόνδε προσέβαλον πόλει», Αισχύλ.)
15. μοιάζω με κάτι («καὶ αἱ γένυς τοῑς χερσαίοις προσβάλλουσι τὴν ἑαυτῶν ἁμωσγέπως μορφήν», Αιλ.)
16. θέτω στη διάθεση αγοραστού
17. διαβιβάζω, παραδίδω
18. πληρώνω με χρήματα
19. εννοώ, αντιλαμβάνομαι («προσβαλοῡσ' ὅσα... εἶπε», Σοφ.)
20. μέσ. προσβάλλομαι
α) δέχομαι τιμή για κάτι
β) καταφεύγω στην προστασία κάποιου
γ) (για ιχθύ) συναγελάζομαι («κῆτος προτιβάλλεται ὀλίγον ἰχθύν)
δ) τιμωρώ, σωφρονίζω («ταύτην δ' οὔτ' ἔπεϊ προτιβάλλεαι, οὔτε τι ἔργῳ», Ομ. Ιλ.)
21. φρ. α) «ἀνάγκῃ προσβάλλω» — αναγκάζω (Σοφ.)
β) «προσβάλλω γυναικὶ περὶ ἀφροδίτης» — κάνω ερωτικές προτάσεις σε γυναίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προσβάλλω — strike pres subj act 1st sg προσβάλλω strike pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβάλλω — προσβάλλω, πρόσβαλα και προσέβαλα βλ. πίν. 146 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσβάλλω — πρόσβαλα και προσέβαλα, προσβλήθηκα, προσβλημένος 1. κάνω επίθεση ενάντια σε κάποιον: Προσβάλλω τον εχθρό. – Προσβάλλω το φρούριο. 2. πιάνω, βλάπτω, βρίσκω: Τον πρόσβαλε η γρίπη. 3. θίγω κάποιον, φέρομαι υβριστικά σε κάποιον, μειώνω, εξευτελίζω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσβάλῃ — προσβάλλω strike aor subj mp 2nd sg προσβάλλω strike aor subj act 3rd sg προσβά̱λῃ , προσβάλλω strike aor subj mid 2nd sg (doric) προσβά̱λῃ , προσβάλλω strike aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβαλοῦσι — προσβάλλω strike aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσβάλλω strike fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προσβάλλω strike fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβαλοῦσιν — προσβάλλω strike aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσβάλλω strike fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) προσβάλλω strike fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβεβλημένα — προσβάλλω strike perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) προσβεβλημένᾱ , προσβάλλω strike perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) προσβεβλημένᾱ , προσβάλλω strike perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβάλλετε — προσβάλλω strike pres imperat act 2nd pl προσβάλλω strike pres ind act 2nd pl προσβάλλω strike imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβάλλῃ — προσβάλλω strike pres subj mp 2nd sg προσβάλλω strike pres ind mp 2nd sg προσβάλλω strike pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσβάλω — προσβάλλω strike aor subj act 1st sg προσβά̱λω , προσβάλλω strike aor subj act 1st sg (doric) προσβά̱λω , προσβάλλω strike aor ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”